- κεραυνοσκοπία
- κεραυνοσκοπία, ἡ (Α)μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο-σκοπία, οιωνο-σκοπία].
Dictionary of Greek. 2013.